- ἀπομαλακίζομαι
- ἀπομᾰλᾰκίζομαι,A to be weak or cowardly, show weakness, πρός τι in a thing, Arist.HA613a1, cf. Plu.Lyc.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απομαλακίζομαι — ἀπομαλακίζομαι κ. μαλθακίζομαι, κ. μαλθακοῡμαι ( όομαι) (Α) δέχνομαι υπερβολικά μαλακός, αδύναμος, άτολμος, δειλός … Dictionary of Greek
ἀπομαλακιζόμενον — ἀπομαλακίζομαι to be weak pres part mp masc acc sg ἀπομαλακίζομαι to be weak pres part mp neut nom/voc/acc sg ἀπομαλακίζομαι to be weak pres part mp masc acc sg ἀπομαλακίζομαι to be weak pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαλακισθείς — ἀπομαλακίζομαι to be weak aor part mp masc nom/voc sg ἀπομαλακίζομαι to be weak aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαλακισθέντες — ἀπομαλακίζομαι to be weak aor part mp masc nom/voc pl ἀπομαλακίζομαι to be weak aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομαλακίζηται — ἀπομαλακίζομαι to be weak pres subj mp 3rd sg ἀπομαλακίζομαι to be weak pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)